ορθάκανθος

ορθάκανθος
ὀρθάκανθος, -ον (Α)
αυτός που έχει ορθά, δηλ. ίσια αγκάθια.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ορθ(ο)*- + ἄκανθος (πρβλ. οξυ-άκανθος)].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Look at other dictionaries:

  • ὀρθάκανθος — with straight thorns masc/fem nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ορθ(ο)- — (I) (ΑΜ ορθ[ο] ) α συνθετικό πολλών λ. όλων τών περιόδων τής Ελληνικής, που ανάγεται στο επίθ. ορθός και προσδίδει στο β συνθετικό τη σημ. τού όρθιου, τού ίσιου, τού ευθέος, τού κάθετου (πρβλ. ορθο κέρατος, ορθο τενής, ορθό τριχος, ορθο χαίτης) ή …   Dictionary of Greek

  • εχινόκακτος — (echinocactus). Ονομασία διαφόρων φυτών της οικογένειας των κακτιδών. O κορμός τους, που παίρνει παράξενα σχήματα, είναι σαρκώδης χωρίς φύλλα και στην κορυφή του έχει δέσμες από αγκάθια, πάνω ακριβώς από τα οποία εμφανίζονται τα άνθη. Είναι… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”